πρώϊος

πρώϊος
πρώϊ-ος, [dialect] Att. [full] πρῷος, α, ον: ([etym.] πρωΐ, πρῴ):—
A early,
I early in the day, at early morn, Il.15.470 (neut. πρώϊον as Adv. = πρωΐ)

; π. ἐμπολέα AP6.304

(Phan.);

π. ῥόδον Call.Lav.Pall.27

; also

περὶ δείλην πρωΐην Hdt.8.6

;

δείλης πρωΐας Philem.210

.
2 Subst. πρωΐα, , early morning, ἅμα τῇ π. Aristeas 304;

ἦν δὲ πρωΐα Ev.Jo.18.28

;

πρωΐας γενομένης Ev.Matt.27.1

: gen. πρωΐας as Adv. = πρῴ, ib.21.18: with Preps.,

καθ' ἑκάστην πρωΐαν J.AJ7.8.1

;

ἀπὸ πρωΐας ἄχρις ἡλίου δύσεως IG4.597.16

([place name] Argos), cf. PLond.3.1177.66 (ii A.D.).
II early in the year,

πρώϊος [ὁ στρατὸς] συνελέγετο Hdt.8.130

; τῶν καρπίμων ἅττα μή 'στι π. Ar.V.264;

σικύων πρῴων Id.Pax 1001

, cf. 1164 (lyr.), Thphr.CP4.11.1; π. χειμών an early winter, Id.Sign.40; τὸν πρώϊον (or πρῷον)

σῖτον PCair.Zen.155.2

(iii B.C.); διὰ τὸ τὰ μὲν πρώϊα, τὰ δ' ὄψια προΐεσθαι (sc. ᾠά) Arist.HA543a9; π. τόπος an early place, i.e. producing early fruits, Thphr.HP8.2.9: [comp] Comp.

πρωΐτερος Id.CP 5.6.5

codd. [suff] πρωϊ-ότης, ητος, , earliness, of fruits, ib.4.11.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρώιος — early masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώϊος — ΐα, ον, και αττ. τ. πρῷος, α, ον, Α [πρωΐ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωί ή αυτός που γίνεται κατά το πρωί, ο πρωινός 2. αυτός που γίνεται κατά την αρχή μιας χρονικής περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ νωρίς, ο πρώιμος (α. «[ὁ στρατὸς]… …   Dictionary of Greek

  • πρῶιος — πρῷος , πρώιος early masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρώιος, Δωρόθεος — (Χίος 1765; – Μέγα Ρεύμα Βοσπόρου 1821). Λόγιος μητροπολίτης Aδριανουπόλεως και σχολάρχης της πατριαρχικής σχολής Κωνσταντινούπολης. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδα του και στην Πατμιάδα, παρακολούθησε πανεπιστημιακά, μαθήματα φιλοσοφίας… …   Dictionary of Greek

  • πρῴων — πρώιος early fem gen pl πρώιος early masc/neut gen pl πρῴ̱ων , πρώιος early fem gen pl (attic) πρῴ̱ων , πρώιος early masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώια — πρώιος early neut nom/voc/acc pl πρῴ̱ᾱ , πρώιος early fem nom/voc/acc dual (attic) πρῴ̱ᾱ , πρώιος early fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίω — πρώιος early masc/neut nom/voc/acc dual πρώιος early masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίων — πρώιος early fem gen pl πρώιος early masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῴην — πρώιος early fem acc sg (attic epic ionic) πρῴ̱ην , πρώιος early fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῷον — πρώιος early masc acc sg πρώιος early neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώιον — πρώιος early masc acc sg πρώιος early neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”